κνισοδιώκτης

κνισοδιώκτης
κνῑσο-δῐώκτης, ου, ,
A Fat-hunter, name of a mouse, v.l. Batr. 232.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κνισοδιώκτης — κνισοδιώκτης, ὁ (Α) (κωμική ονομασία μύγας) αυτός που επιζητεί το λίπος (Βατραχομ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + διώκτης (πρβλ. ιππο διώκτης, ληστο διώκτης)] …   Dictionary of Greek

  • κνισοδιωκτῶν — κνισοδιώκτης Fat hunter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το …   Dictionary of Greek

  • κνισοτηρητής — κνισοτηρητής, o (Α) κνισοδιώκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + τηρητής (< τηρῶ), πρβλ. τοπο τηρητής] …   Dictionary of Greek

  • κνισσοδιώκτης — κνισσοδιώκτης, ὁ (Α) (εσφ. γραφ.) κνισοδιώκτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”